λεπτοκοκκώδης

λεπτοκοκκώδης
-ες [λεπτόκοκκος]
1. αυτός που αποτελείται από λεπτούς κόκκους
2. φρ. (πετρογρ.) («λεπτοκοκκώδης ιστός» — όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτόκοκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ζ. Ι. Στεφανόπουλο, στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλάβαστρο — Όρος που υποδηλώνει διαφώτιστες παραλλαγές δύο διαφορετικών πετρωμάτων: του ασβεστίτη, που εκτιμάται περισσότερο, και του γύψου. Το ασβεστολιθικό ή ανατολικό α. προέρχεται από ιζήματα υδάτων πλούσιων σε ακτινοειδή ή κατά ζώνες (ταινίες). Τα… …   Dictionary of Greek

  • γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… …   Dictionary of Greek

  • πρασινόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) 1. λεπτοκοκκώδης διορίτης χρώματος ανοικτού πράσινου 2. στον πληθ. οι πρασινόλιθοι μεταμορφωμένα σχιστολιθικά πετρώματα, παρόμοια με τους πρασινίτες, από τους οποίους διαφέρουν στο ότι περιέχουν ελάχιστο αλβίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”