- λεπτοκοκκώδης
- -ες [λεπτόκοκκος]1. αυτός που αποτελείται από λεπτούς κόκκους2. φρ. (πετρογρ.) («λεπτοκοκκώδης ιστός» — όρος που περιγράφει το σχετικό μέγεθος τών κόκκων στα εκρηξιγενή πετρώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτόκοκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Ζ. Ι. Στεφανόπουλο, στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.